- τεμπεσίρι, το
- τεμπεσίρι, το και τιμπεσίρι,το (λ. τουρκ.), κιμωλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεμπεσίρι — και τιμπεσίρι και ντεμπεσίρι, το, Ν 1. η κιμωλία 2. φρ. «δεν έχει τεμπεσίρι» δεν δίνεται πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tebeşir] … Dictionary of Greek
ντεμπεσίρι — το βλ. τεμπεσίρι … Dictionary of Greek
τιμπεσίρι — το, Ν βλ. τεμπεσίρι … Dictionary of Greek
tibişir — TIBIŞÍR, tibişire, s.n. (înv. şi reg.) Cretă (pentru scris pe tablă). – Din tc. tebeşir. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 TIBIŞÍR s. v. cretă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime tibişír s … Dicționar Român
κιμωλία — η τεμπεσίρι: Στον πίνακα γράφουμε με κιμωλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)